-
1 οχληρος
31) докучный, беспокоящий, надоедливый(οὐκ ὀ. ἔσομαί σοι πυνθανόμενος Plat.)
πλοίῳ διαβαίνειν ὀχληρὸν ἦν Her. — переправляться (через Эвфрат) на судне было неудобно2) беспокойный, шумный(συμπόται Plat.)
1 οχληρος
(οὐκ ὀ. ἔσομαί σοι πυνθανόμενος Plat.)
(συμπόται Plat.)